- μελον
- N 0-1-0-0-0=1 2 Kgs 19,23= מלון retreat, place where one stays for the night
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
μέλον — μέλω to be an object of care pres part act masc voc sg μέλω to be an object of care pres part act neut nom/voc/acc sg μέλω to be an object of care imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μέλω to be an object of care imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπίμελον — ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem acc sg ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek
Λούκας τζούνιορ, Ρόμπερτ — (Robert Lucas, Jr., Γιακίμα, Ουάσινγκτον 1937 –). Αμερικανός ιστορικός, οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιστορία στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1959 συνέχισε για μεταπτυχιακό στον ίδιο τομέα, στο πανεπιστήμιο … Dictionary of Greek
Παπανδρέου, Ανδρέας — (Χίος 1919 – Αθήνα 1996). Πολιτικός και οικονομολόγος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ειδικεύτηκε στην οικονομική θεωρία και μέθοδο, βιομηχανική θεωρία και μέθοδο οικονομικής πολιτικής… … Dictionary of Greek